- διακαίω
- (AM διακαίω)1. (μτχ. παθ. παρακμ.) φρ. «διακεκαυμένη ζώνη» (Α και «διακεκαυμένος κύκλος»)η θερμή περιοχή τής γήινης σφαίρας γύρω από τον Ισημερινό, μεταξύ τού τροπικού τού Καρκίνου και τού τροπικού τού Αιγόκερω2. πυρακτώνω τελείως, θερμαίνω υπερβολικά, κατακαίωαρχ.-μσν.1. (για ψυχικά πάθη) φλογίζω, εξάπτω2. (για τον Ήλιο) καίω3. καυτηριάζω για θεραπευτικούς λόγους, επιβάλλω καυτηριάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.